ἰσχύς

ἰσχύς
ἰσχῠς
1 (physical) strength

ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96

Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλ-

λαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.12

τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.31

καὶ δέυτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον I. 4.68

λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”